Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Οι... αήττητοι βλάκες του Διονύση Χαριτόπουλου.


Για τον Διονύση Χαριτόπουλο ο προκλητικός για πολλούς τρόπος γραφής του δεν είναι παρά ένα διαρκές παιχνίδι με το ασυμβίβαστο και το ανένταχτο. Ο σύζυγος της αείμνηστης Μαλβίνας Κάραλη ξανακτυπά με το νέο του βιβλίο «Εγχειρίδιο βλακείας» καταγράφοντας και αποκρυπτογραφώντας τον βλάκα που μας περιτριγυρίζει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας αλλά και το δημόσιου βίου. Το «Εγχειρίδιο βλακείας» για τον Διονύση Χαριτόπουλο είναι το δέκατο τρίτο κατά σειρά βιβλίο. Από το 1976, όταν κυκλοφόρησε μια σειρά διηγημάτων με τον τίτλο «Δανεικιά γραβάτα» μέχρι το 2005, όταν τυπώθηκε το μυθιστόρημα «Ο άνεμος κουβάρι», ο συγγραφέας μέσα από το έργο του κατόρθωνε πάντα να δίνει τροφή για πολλά σχόλια. Οπως άλλωστε είχε γίνει και πριν από πέντε χρόνια, όταν είχε γράψει την ιστορική βιογραφία «Αρης, αρχηγός των ατάκτων», η οποία αναφερόταν στη ζωή τού Αρη Βελουχιώτη, ξεσηκώνοντας τόσο τα πολιτικά κόμματα όσο και τους ιστορικούς, μιας και, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει, θεωρούσαν ότι έμπαινε στα χωράφια τους. Αρκετοί και τώρα μόλις διαβάσουν το νέο του βιβλίο ίσως αντιδράσουν, μιας και σε αρκετά σημεία μιλά για πρόσωπα και καταστάσεις ή ακόμη και για τα σημεία των καιρών. Σας παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το «Εγχειρίδιο βλακείας» για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα...



Ο μαλάκας της τηλεόρασης

Δεν υπάρχει ιδεωδέστερη λέξη άμεσης και καταλυτικής προσωπικής κριτικής. Οι λέξεις μαλάκας, μαλακία και τα παράγωγά τους χρησιμοποιούνται για πρόσωπα και καταστάσεις που ξέφυγαν της κοινής λογικής ή των ηθικών και αισθητικών κριτηρίων. Ενα καλλιτεχνικό έργο, μια πολιτική δήλωση ή ενέργεια απαξιώνονται μονολεκτικά και αστραπιαία ως «μαλακία». Δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Δεν υπάρχει ίσως ο χρόνος, η διάθεση ή και η ικανότητα και εμβάθυνση, μα αποδίδει το τελικό συμπέρασμα που σχηματίστηκε μέσα σου. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως αυτοκριτική: «τι βλέπεις; Μαλακίες» (ανοησίες, μπούρδες), «τι κάνεις; Μαλακίες» (τίποτα άξιο λόγου, κάτι που δεν μου αρμόζει). «Κυρίες και κύριοι, καλησπέρα σας» λέει ο ατσαλάκωτος παρουσιαστής από την οθόνη, έτοιμος να ξεκινήσει το τροπάρι του, και ο βαριεστημένος τηλεθεατής, που έχει πάρει χαμπάρι πια τι νούμερο είναι, του απαντάει ενδόμυχα και κάποτε μουρμουριστά «καλώς τον μαλάκα».



Η χαζή ερωμένη και ο γαμπρός-λαχείο

Ενας ελαφρύς άντρας, όσο εμφανίσιμος κι αν είναι, απογοητεύει το θηλυκό, δεν του εμπνέει την αναγκαία αίσθηση σιγουριάς. Εκτός αν τη χαζομάρα του αντισταθμίζει η οικονομική ή κοινωνική του θέση, οπότε το παλικάρι είναι λαχείο. Αντιθέτως, μια νεαρή και όμορφη χαζοβιόλα είναι σταθερή αντρική φαντασίωση: την έχουν την τάση οι άντρες να μασάνε στην «αθωότητα» και τα μπεμπεκίσματα, συν την εντύπωση ότι με αυτό το πλάσμα θα κρατάνε τα γκέμια (μέγα λάθος). Οπως αυτοσαρκαζόταν κάποιος παθών, «όλοι μια Παναγία παντρευτήκαμε». Γενικώς, στα ερωτικά οι γυναίκες ψάχνουν τα μεγάλα, οι άντρες τα μικρά και η αποκολοκύνθωση καλά κρατεί (όταν το συναίσθημα ξεχειλίζει, «ξεμυαλίζονται» και οι μυαλωμένοι, πόσο μάλλον αυτοί που δεν τους περισσεύει). Με τη διαφορά ότι ο ηλίθιος όταν καυλώσει νομίζει ότι ερωτεύτηκε και η χαζή πιστεύει ότι όσοι θέλουν να την πηδήξουν θέλουν να την παντρευτούν.



Ο Κατράκης και η... μαϊμού

Οι επιτυχημένοι είναι πολυπληθέστεροι των ευφυών. Ο βιρτουόζος πιανίστας, ο δημοφιλής τραγουδιστής ή ηθοποιός δεν είναι απαραιτήτως κανένα σαΐνι. Η δεξιοτεχνία ή το χάρισμα δεν έχουν άμεση σχέση με τη νόηση. Είναι γνωστοί κάποιοι αρτίστες των γηπέδων που έκαναν μαγικά με την μπάλα κολλημένη στο πόδι, περνούσαν σαν άνεμος όλη την αντίπαλη άμυνα, μα αντί να μπουν στο άδειο τέρμα έβγαιναν και οι ίδιοι άουτ. Οταν τόσοι σκύλοι και άλογα πρωταγωνιστούν σε ταινίες, γιατί να μη γίνει ηθοποιός η βυζαρού ή το παιδοβούβαλο, όπως κοροϊδεύαμε παλιά, η Τσίτα έπαιζε καλύτερα από τον Τζόνι Βαϊσμίλερ που παρίστανε τον Ταρζάν και στα γουέστερν αρκετά άλογα καουμπόηδων έπεφταν τη σωστή στιγμή του πυροβολισμού, σε αντίθεση με τους αναβάτες τους. Ο κατασταλαγμένος Κατράκης δεν εντυπωσιαζόταν διόλου με το σουξέ κάποιων κρετίνων συναδέλφων του και έλεγε χαρακτηριστικά: «Και τη μαϊμού μου να βάλω να κάνει κάθε βράδυ το ίδιο πράγμα, στο τέλος θα το κάνει καλά».



Ο εξειδικευμένος βλάκας

Ο πιο ευτυχισμένος βλάκας πρέπει να είναι ο ειδικός. Η εποχή της απόλυτης εξειδίκευσης είναι το ιδανικό εργασιακό περιβάλλον του μάπα. Είναι παρατηρημένο ότι όσο πιο ηλίθια τα άτομα τόσο περισσότερο λατρεύουν τη ρουτίνα και την επανάληψη των ίδιων πράξεων. Ο στενοκέφαλος ειδικός μπορεί επαναλαμβάνοντας διαρκώς τα ίδια πράγματα να φτάσει ψηλά. Κατά τον Μπέρναρντ Σο, «μόνο ένας στενόμυαλος βλάκας γίνεται πολύ καλός ειδικός». Ετσι κι αλλιώς, μεγάλος αριθμός πράξεων εκτελείται αυτόματα, χωρίς σκέψη, όπως ο εξασκημένος πιανίστας πατάει τα πλήκτρα χωρίς να σκέφτεται ή ο φροϊδικός περιπατητής φτάνει στον προορισμό του χωρίς να σκέφτεται ποιους δρόμους θα ακολουθήσει. Ούτε ο ειδικός σκέφτεται, έχει έτοιμες λύσεις, εφαρμόζει το εντός του αποθηκευμένο «πρόγραμμα» και δεν αντιμετωπίζει κάθε περιστατικό ξεχωριστά. Ξέρουμε πως ο χειρούργος την ώρα που ανοίγει ένα στομάχι μπορεί να συζητάει για τα πολιτικά ή το ποδόσφαιρο με τους βοηθούς του, όμως ο χαρτοπαίκτης δεν λέει αρλούμπες πάνω στο παιχνίδι γιατί σκέφτεται.



Ο βλάκας σε αποστολή

Ενα απωθητικό είδος ζωντόβολου είναι ο «βλάκας σε αποστολή». Ο καζάνας δικαστής, καθηγητής, αστυνομικός, δημοσιογράφος, ιερωμένος, κομματικό στέλεχος, κρατικός υπάλληλος που δίκην σταυροφόρου και ζηλωτή κομπάζει ότι εν ονόματι του λαού, του Θεού, της δικαιοσύνης, του κόμματος, του, του, του δεν χαρίζεται ούτε στη μάνα του», «στον αδερφό του», «στην Παναγία την ίδια». Στην περίπτωση που δεν είναι κάποιος πίπιζας που ψεύδεται, είναι πραγματικά επικίνδυνος όχι μόνο γιατί κατά κανόνα οι πιο άτεγκτοι είναι οι μεγαλύτεροι παλιάνθρωποι, αλλά κυρίως γιατί το άκαμπτο, το απόλυτο είναι πάνω απ' όλα άδικο: jus summum saepe summa est malitia (το απόλυτο δίκιο αποτελεί απόλυτη αδικία). Μια μικρή δόση παραλογισμού είναι απαραίτητη για την κοινωνική ισορροπία. Είναι η λίπανση που διευκολύνει τα γρανάζια, όπως οι νόμοι της οικονομίας λειτουργούν καλύτερα με ένα μικρό ποσοστό παραοικονομίας. Το είπε και ο υπεράνω υποψίας πρόεδρος Λίνκολν: «Οι σοβαρές αρχές μπορούν και πρέπει να είναι εύκαμπτες».


Οι δεξιοτέχνες... στόκοι

Ο επιτυχημένος βλάκας δεν είναι ανέκδοτο. Είναι μια πραγματικότητα γύρω μας και δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση μια ορισμένη επίδοση ή δεξιοτεχνία των στόκων. Οι μιμητικές ικανότητες του δίποδου είναι εγγεγραμμένες στον γενετικό του κώδικα και εκπαιδεύεται σαν τον σκύλο, την αρκούδα, το άλογο, το δελφίνι. Η εντυπωσιακή ταχύτητα που τα ανήλικα εξοικειώνονται με τα ηλεκτρονικά και τα παίζουν στα δάχτυλα είναι αποτέλεσμα μίμησης και όχι σκέψης (σε αυτή την ηλικία οι μιμητικές τους ικανότητες βρίσκονται στο φόρτε τους). Δεν τίθεται θέμα ότι μεγάλο μέρος της διανοητικής εργασίας οφείλεται στη μίμηση και όχι στη σκέψη. Ο ταγμένος βλαξ με το ανάλογο κούρντισμα μπορεί να κάνει θαύματα: να διευθύνει μια ορχήστρα, να οδηγήσει αεροπλάνο, να διδάξει φιλοσοφία, να γυρίσει μια ταινία, να αναλάβει υπουργείο, να παρουσιάσει μια τηλεοπτική εκπομπή, να γράφει σε εφημερίδα, να δώσει διαλέξεις. Μόνο που όταν συμβεί να γνωρίσεις από κοντά έναν τέτοιο αστέρα η απογοήτευση είναι αναμενόμενη.


Το θέατρο των κοσμικών

Μια μασκαράτα γελοίων είναι οι κοσμικοί. Η κοινωνία, για να λειτουργήσει, μοιράζει στα μέλη της ρόλους. «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον». Καθένας εκεί που του αρμόζει, ανάλογα με το εκτόπισμα και το άστρο του, οι κοσμικοί διάλεξαν από μόνοι τους το φουαγιέ, εκεί όπου δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά θα τους δουν όλοι. Αν το κιτς είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια να αρέσουμε, δεν υπάρχουν πιο κιτς φιγούρες από τους πτηνοκέφαλους κοσμικούς. Αγοράζουν, στολίζονται, συναθροίζονται, επιδεικνύονται, ποζάρουν γιατί αυτό ακριβώς επιδιώκουν: να γίνουν αρεστοί, να προκαλέσουν την προσοχή, τον θαυμασμό και ιδίως τη ζήλια των άλλων (η ευτυχία που υπόσχονται τα πράγματα είναι η ευτυχία να σε ζηλεύουν). Η δημοσιοποίηση της ύπαρξής τους είναι άσβεστη δίψα για τα κοσμικά ψώνια που χαριεντίζονται στις αστραφτερές πεδιάδες της βλακείας (δεξιώσεις, εγκαίνια, πρεμιέρες, gala, πάρτι, vernissages, cocktail, events), όχι γιατί επιθυμούν αληθινά να είναι εκεί, ούτε για τη χαρά της ανθρώπινης επαφής. Η δική τους χαρά είναι πάντα ετεροχρονισμένη: τότε που θα εμφανιστεί η εικόνα τους σε περιοδικά και οθόνες για «να μπουν στο μάτι» των άλλων.


Ο αείμνηστος Καραμανλής και ο διπλωμάτης

Μυαλό δεν πουλάνε ούτε στα θρανία ούτε στη λαϊκή. Ή το 'χεις ή σου λείπει, και αυτό κανείς δεν μπορεί να το αλλάξει. Το φάρμακο κατά της βλακείας δεν έχει ακόμα βρεθεί. Οσο πιθανό είναι να βγάλει ο μονόχειρας καινούργιο χέρι άλλο τόσο πιθανό είναι να βάλει μυαλό το ντουβάρι. Ούτε οι νουθεσίες ούτε τα γράμματα ούτε τα χρόνια μπορούν να προσθέσουν ένα δράμι μυαλό, είναι σαν να γράφεις στο νερό. Οι αρχαίοι δεν εντυπωσιάζονταν διόλου με τους πολυμαθείς και πολυδιαβασμένους σοφολογιότατους: «ως ουδέν η μάθησις, αν μη νους παρή». Ούτε οι σύγχρονοι σοβαροί θαμπώνονται με τους περισπούδαστους. Στη δεκαετία του 1970, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όργωνε τις ευρωπαϊκές χώρες για να πετύχει την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, του πρότειναν να πάρει μαζί του κι έναν υψηλόβαθμο διπλωμάτη και πολιτικό επιστήμονα επειδή, συν τοις άλλοις, μιλούσε εφτά γλώσσες. Ο έμπειρος πολιτικός, που γνώριζε τον προτεινόμενο, αγρίεψε (δεν ήθελε και πολύ): «Τι να τον κάνω αυτόν; Και στις εφτά βλακείες θα λέει».



Ο πονηρός-βλάκας πρωθυπουργός

Ο πιο πονηρός βλάκας είναι ο σοβαρός. Το υστερικά τυπικό και λιγόλογο ανθρωπάκι που οχυρώνεται καχύποπτο προς όλους πίσω από ένα προσωπείο σοβαρότητας και σπουδαιότητας. Αυτή η μάρκα πονηρών βουλώνει τρύπες. Πάντα κάπου θα διοριστούν πρόεδροι, διοικητές, βιτρίνα για να κάνουν από πίσω τα τσακάλια τη δουλειά τους. Ενας τέτοιος έφτασε να γίνει και πρωθυπουργός. Δεν διέθετε καμία έμφυτη κοινωνική επιρροή (λάμψη, ευφυΐα, παράστημα, γοητεία, ευφράδεια), σιχαινόταν τη συνάφεια με τον κόσμο (μετά τις αναγκαστικές χειραψίες είχε στο αυτοκίνητο ένα μπουκαλάκι οινόπνευμα για να απολυμαίνει τα χέρια του) και ήταν τόσο σοβαρός, που γινόταν αστείος. Ομως, δεν χρειαζόταν να πείσει ο ίδιος για τίποτα, τη δουλειά είχαν αναλάβει εργολαβία τα κανάλια και οι εφημερίδες και όποτε το επιχειρούσε, το σαθρό και ολίγιστο μέσα του τον εξέθεταν. Αλησμόνητη είναι η σκηνή του εν λόγω όταν μετά τους σεισμούς του 1999 πήγε με τις κάμερες να επισκεφθεί τους καταυλισμούς των σεισμόπληκτων. Κοίταξε ξινά τα παιδάκια που πλατσούριζαν ξυπόλυτα στις λάσπες ανάμεσα στα κοντέινερ και, κάνοντας προσπάθεια να φερθεί ανθρώπινα, τα ρώτησε: «Πού είναι πιο καλά, εδώ ή στο σπίτι;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: